κρίση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 37.6.92.8 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Svlioras
Ετικέτες: Επαναφορά SWViewer [1.3]
Γραμμή 21: Γραμμή 21:
* [[επίκριση]]
* [[επίκριση]]
* [[κατάκριση]]
* [[κατάκριση]]
*[[ανταπόκριση]]
*[[ανταπόκριση4444]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 11:15, 7 Μαΐου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρίση οι κρίσεις
      γενική της κρίσης* των κρίσεων
    αιτιατική την κρίση τις κρίσεις
     κλητική κρίση κρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρίσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρίση < αρχαία ελληνική κρίσις

Ουσιαστικό

κρίση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κρίνω, η νοητική ενέργεια που οδηγεί σε μια απόφαση ή επιλογή
    το αφήνω στην κρίση σας
  2. η απότομη όξυνση ενός προβλήματος
    οικονομική κρίση

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις