προηγούμενος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ κλίση
Γραμμή 23: Γραμμή 23:


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
{{el-κλίσ-'άγγελος'|παρατήρηση=Οι τύποι χωρίς μετακίνηση του τόνου συνηθίζονται περισσότερο στη μετοχή.}}
{{el-κλίση-'διάδρομος'|παρατήρηση=Οι τύποι χωρίς μετακίνηση του τόνου συνηθίζονται περισσότερο στη μετοχή.}}
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
* αυτός που [[προηγούμαι|προηγείται]]
* αυτός που [[προηγούμαι|προηγείται]]

Αναθεώρηση της 16:06, 11 Μαΐου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προηγούμενος η προηγούμενη το προηγούμενο
      γενική του προηγούμενου της προηγούμενης του προηγούμενου
    αιτιατική τον προηγούμενο την προηγούμενη το προηγούμενο
     κλητική προηγούμενε προηγούμενη προηγούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προηγούμενοι οι προηγούμενες τα προηγούμενα
      γενική των προηγούμενων των προηγούμενων των προηγούμενων
    αιτιατική τους προηγούμενους τις προηγούμενες τα προηγούμενα
     κλητική προηγούμενοι προηγούμενες προηγούμενα
Οι λόγιοι τύποι με αναβιβασμό τόνου, συνηθίζονται στις ουσιαστικοποιημένες μορφές:
του προηγουμένου, η προηγουμένη, της προηγούμένης,
των προηγουμένων, τους προηγουμένους
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προηγούμενος < μετοχή ενεστώτα του παθητικού αποθετικού ρήματος προηγούμαι, Πρότυπο:αναβ, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος προηγέομαι / προηγοῦμαι
για το ουσιαστικό < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Μετοχή

προηγούμενος αρσενικό (προηγούμενη θηλυκό, προηγούμενο ουδέτερο)

  1. που συνέβη ή υπήρξε ή έκανε κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο
     συνώνυμα: προγενέστερος, πρωτύτερος
    ο προηγούμενος ομιλητής, τα προηγούμενα χρόνια, το προηγούμενο βιβλίο του
  2. που προηγείται, που βρίσκεται μπροστά από κάποιον ή κάτι άλλο

Συγγενικά

Ουσιαστικό

Πρότυπο:el-κλίση-'διάδρομος' προηγούμενος

  • αυτός που προηγείται
    ο προηγούμενος να φύγει και να περάσει ο επόμενος


Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-β-κλισ-λίθινος

Ετυμολογία

προηγούμενος < μετοχή ενεστώτα του αποθετικού ρήματος προηγέομαι / προηγοῦμαι

Μετοχή

προηγούμενος

  1. προηγούμενος, προπορευόμενος
    το προηγούμενον στράτευμα: η εμπροσθοφυλακή
  2. βασική αρχή που οδηγεί τη σκέψη
    κατά προηγούμενον λόγον
    προηγούμενον θεώρημα

Πηγές