γάλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση της επεξεργασίας 4043842 του 188.4.171.19 (Συζήτηση)
Ετικέτα: Αναίρεση
{{el-κλίση-'κύμα'}}
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'κύμα'|γε2θ=γάλακτ|γε2=ος}}
{{el-κλίσ-'όνομα'|παρατήρηση=στη γενική ενικού σχηματίζει και τον τύπο: γάλακτος}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}

Αναθεώρηση της 22:51, 24 Μαΐου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γάλα τα γάλατα
      γενική του γάλατος
γάλακτος
των γαλάτων
    αιτιατική το γάλα τα γάλατα
     κλητική γάλα γάλατα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γάλα < αρχαία ελληνική γάλα

Ουσιαστικό

γάλα ουδέτερο, γενική: γάλακτος και γάλατος

  1. θρεπτικό υγρό με υπόλευκο χρώμα και ελαφρώς γλυκιά γεύση, που εκκρίνεται από τους μαστούς των θηλυκών θηλαστικών μετά από την εγκυμοσύνη και με το οποίο τρέφονται τα μικρά τους
    αγελαδινό γάλα
  2. το υγρό που υφίσταται επεξεργασία από γαλακτοβιομηχανίες για κατανάλωση ή για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων
    παστεριωμένο γάλα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

και

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλισ-'κτήμα'

Ετυμολογία

γάλα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *glakt-/*galakt-

Ουσιαστικό

γάλα ουδέτερο

Συγγενικά