έρευνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση της επεξεργασίας 4090444 του 2A02:2149:8266:AA00:5C0B:9760:A9DF:FF6D (Συζήτηση)
Ετικέτα: Αναίρεση
μ αντικατάσταση κλίσ με κλίση...θάλασσα
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'θάλασσα'}}
{{el-κλίση-'θάλασσα'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἔρευνα]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἔρευνα]]

Αναθεώρηση της 09:48, 8 Ιουνίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έρευνα οι έρευνες
      γενική της έρευνας των ερευνών
    αιτιατική την έρευνα τις έρευνες
     κλητική έρευνα έρευνες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έρευνα < αρχαία ελληνική ἔρευνα

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

έρευνα θηλυκό

  1. (επιστήμη) η εξέταση στοιχείων με σκοπό την επιβεβαίωσή τους ή η αναζήτηση νέων δεδομένων
    οι έρευνες του τομέα πυρηνικής φυσικής περιστρέφονται τώρα γύρω από το ζήτημα της αντιύλης
    • (γενικότερα) ο συστηματικός τρόπος επίλυσης των επιστημονικών προβλημάτων
    • (ειδικότερα) συγκεκριμένη μελέτη
      εγκατέλειψε τη διδασκαλία για να αφοσιωθεί στην έρευνα
  2. η καταγραφή στατιστικών δεδομένων που σχετίζονται με ένα συγκεκριμένο σύνολο προσώπων
    οι εταιρείες δημοσκοπήσεων διενεργούν έρευνες συνήθως σε προεκλογική περίοδο
  3. η συστηματική αναζήτηση ενός προσώπου ή αντικειμένου σε ένα χώρο
    η αστυνομία έκανε έρευνα σε σπίτια υπόπτων
    κανένα νεότερο από τις έρευνες για την ανακάλυψη των αγνοούμενων ορειβατών
  4. η διερεύνηση μιας υπόθεσης (πχ αστυνομικής φύσεως) με σκοπό την ανακάλυψη της αλήθειας

Συγγενικά

Μεταφράσεις