κορυφή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ενημέρωση προτύπων, συγγενικά+ |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'ψυχή'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|grc|el|κορυφή}}. Για τη γεωμετρία, και την ανώτερη ιεραρχική βαθμίδα, {{σμσδ|fr|el|text=1|sommet}} η από την {{σμσδ|en|el|notext=1|summit}}.<ref>{{Β:ΛΚΝ}}</ref> Δείτε και [[κορφή]] |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} |
|||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ|kɔ. |
{{ΔΦΑ|kɔ.ɾiˈfi|γλ=el}} |
||
: {{συλλ|κο|ρυ|φή}} |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
Γραμμή 17: | Γραμμή 18: | ||
#: ''αυτός ο επιστήμονας είναι '''κορυφή''''' |
#: ''αυτός ο επιστήμονας είναι '''κορυφή''''' |
||
# {{γεωμ}} το σημείο τομής δύο [[πλευρά|πλευρών]] πολύπλευρου επίπεδου σχήματος ή τουλάχιστον τριών πλευρών ενός πολυγώνου |
# {{γεωμ}} το σημείο τομής δύο [[πλευρά|πλευρών]] πολύπλευρου επίπεδου σχήματος ή τουλάχιστον τριών πλευρών ενός πολυγώνου |
||
⚫ | |||
* [[κορφή]] (''προφορικό'') |
|||
===={{εκφράσεις}}==== |
===={{εκφράσεις}}==== |
||
Γραμμή 25: | Γραμμή 29: | ||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
* [[κορυφαίος]] |
|||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
* [[αποκορύφωμα]] |
* [[αποκορύφωμα]] |
||
* [[αποκορυφώνω]] |
|||
* [[κολοκυθοκορφάδες]] |
|||
* [[αποκορύφωση]] |
|||
* [[βουνοκορυφή]] |
|||
* [[κατακόρυφος]] |
|||
* [[κορφυαίος]] |
|||
* [[κορυφογραμμή]] |
* [[κορυφογραμμή]] |
||
* [[κορύφωμα]] |
|||
⚫ | |||
⚫ | |||
''και με το θέμα'' '''κορφ-''' {{βλ|0=-|κορφή]] |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή|υψηλότερο σημείο}} |
{{μτφ-αρχή|υψηλότερο σημείο}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|top}} (1), {{τ|en|summit}}, {{τ|en|peak}}, {{τ|en|vertex}}, ''λόφου'': {{τ|en|hilltop}} |
* {{en}} : {{τ|en|top}} (1), {{τ|en|summit}}, {{τ|en|peak}}, {{τ|en|vertex}}, ''λόφου'': {{τ|en|hilltop}} |
||
Γραμμή 123: | Γραμμή 129: | ||
* {{pl}} : {{τ|pl|wierzchołek}} |
* {{pl}} : {{τ|pl|wierzchołek}} |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
==={{αναφορές}}=== |
|||
<references/> |
|||
Γραμμή 128: | Γραμμή 137: | ||
=={{-grc-}}== |
=={{-grc-}}== |
||
{{λείπει η κλίση|grc}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[κόρυς]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[κόρυς]] {{ety+|grc}} |
||
==={{ουσιαστικό|grc}}=== |
==={{ουσιαστικό|grc}}=== |
||
Γραμμή 137: | Γραμμή 146: | ||
# {{γενικ}} το πιο ψηλό σημείο σε οτιδήποτε έχει [[ύψος]] |
# {{γενικ}} το πιο ψηλό σημείο σε οτιδήποτε έχει [[ύψος]] |
||
# {{μτφρ}} η [[κορωνίδα]] |
# {{μτφρ}} η [[κορωνίδα]] |
||
==={{πηγές}}=== |
|||
* {{Β:Λίντελ}} |
|||
* {{Β:ΛΟΓΕΙΟΝ}} |
|||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 08:42, 13 Ιουνίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κορυφή | οι | κορυφές |
γενική | της | κορυφής | των | κορυφών |
αιτιατική | την | κορυφή | τις | κορυφές |
κλητική | κορυφή | κορυφές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- κορυφή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κορυφή. Για τη γεωμετρία, και την ανώτερη ιεραρχική βαθμίδα, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sommet η από την αγγλική summit.[1] Δείτε και κορφή
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ρυ‐φή
Ουσιαστικό
κορυφή
- Πρότυπο:γεωγρ το υψηλότερο σημείο ενός υψώματος, βουνού ή λόφου ή οποιουδήποτε αντικειμένου
- η κορυφή του Ταϋγέτου, η κορυφή του δέντρου
- (μεταφορικά) το ανώτερο σημείο της εξέλιξης ενός ανθρώπου από επαγγελματική, επιστημονική ή άλλη άποψη
- (γενικότερα) το ανώτερο σημείο σε κάθε ιεραρχικό σύστημα
- η κορυφή της τροφικής αλυσίδας
- (συνεκδοχικά) ο κορυφαίος στον τομέα του
- αυτός ο επιστήμονας είναι κορυφή
- Πρότυπο:γεωμ το σημείο τομής δύο πλευρών πολύπλευρου επίπεδου σχήματος ή τουλάχιστον τριών πλευρών ενός πολυγώνου
Άλλες μορφές
- κορφή (προφορικό)
Εκφράσεις
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
- αποκορύφωμα
- αποκορυφώνω
- αποκορύφωση
- βουνοκορυφή
- κατακόρυφος
- κορφυαίος
- κορυφογραμμή
- κορύφωμα
- κορυφώνω, κορυρώνομαι
- κορύφωση
και με το θέμα κορφ- {{βλ|0=-|κορφή]]
Μεταφράσεις
υψηλότερο σημείο
Αναφορές
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κορυφή < κόρυς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
κορυφή θηλυκό
- το πιο ψηλό σημείο στο κεφάλι ανθρώπου ή ζώου
- (γενικότερα) το πιο ψηλό σημείο σε οτιδήποτε έχει ύψος
- (μεταφορικά) η κορωνίδα
Πηγές
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)