ἔργον: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ δρθ. |
|||
Γραμμή 14: | Γραμμή 14: | ||
# κυρίως ο [[πολεμικός]] [[άθλος]], αλλά και κάτι ξεχωριστό, κάποιο [[κατόρθωμα]], [[επίτευγμα]] γενικότερα |
# κυρίως ο [[πολεμικός]] [[άθλος]], αλλά και κάτι ξεχωριστό, κάποιο [[κατόρθωμα]], [[επίτευγμα]] γενικότερα |
||
#:''τῶν δὲ πρότερον '''ἔργων''' μέγιστον ἐπράχθη τὸ Μηδικόν'' (: από τα κατορθώματα του παρελθόντως, το σπουδαιότερο που επιτεύχθηκε ήταν το Μηδικό -ενν. τους Περσικούς πολέμους) |
#:''τῶν δὲ πρότερον '''ἔργων''' μέγιστον ἐπράχθη τὸ Μηδικόν'' (: από τα κατορθώματα του παρελθόντως, το σπουδαιότερο που επιτεύχθηκε ήταν το Μηδικό -ενν. τους Περσικούς πολέμους) |
||
# [[αγρόκτημα]], [[οργωμένος|οργωμένη]] γη, ακινητη περιουσία, [[καλλιεργήσιμος|καλλιεργήσιμη]] γη, [[χωράφι]] |
# [[αγρόκτημα]], [[οργωμένος|οργωμένη]] γη, ακινητη περιουσία, [[καλλιεργήσιμος|καλλιεργήσιμη]] γη, [[χωράφι]], καλλιέργεια. |
||
#:ὄφρ᾽ ἂν μέν κ᾽ ἀγροὺς ἴομεν καὶ '''ἔργ᾽''' ἀνθρώπων, τόφρα σὺν ἀμφιπόλοισι μεθ᾽ ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν καρπαλίμως ἔρχεσθαι'' (: ὅσο χωράφια ἢ χτήματα περνοῦμε τῶν ἀνθρώπων, ἐσὺ νὰ γοργοπερπατᾶς πίσω ἀπὸ ζὰ κι ἁμάξι, μὲ τὶς κοπέλες) |
#:ὄφρ᾽ ἂν μέν κ᾽ ἀγροὺς ἴομεν καὶ '''ἔργ᾽''' ἀνθρώπων, τόφρα σὺν ἀμφιπόλοισι μεθ᾽ ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν καρπαλίμως ἔρχεσθαι'' (: ὅσο χωράφια ἢ χτήματα περνοῦμε τῶν ἀνθρώπων, ἐσὺ νὰ γοργοπερπατᾶς πίσω ἀπὸ ζὰ κι ἁμάξι, μὲ τὶς κοπέλες) |
||
#:''δύο δ᾽ αἰὲν ἔχον πατρώια '''ἔργα''''' ( : κι άλλοι δύο φρόντιζαν για τα πατρικά χωράφια, τα γονικά χωράφια) |
#:''δύο δ᾽ αἰὲν ἔχον πατρώια '''ἔργα''''' ( : κι άλλοι δύο φρόντιζαν για τα πατρικά χωράφια, τα γονικά χωράφια) |
Αναθεώρηση της 07:02, 23 Ιουνίου 2020
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἔργον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wérǵom (ἔργον) < werǵ- (εργάζομαι, δημιουργώ)
Ουσιαστικό
ἔργον-ου ουδέτερο
- η εργασία, η δουλειά, η βασική ασχολία
- το αποτέλεσμα της εργασίας, το έργο, η ενέργεια, η πράξη, η δραστηριότητα, αυτό που δεν γίνεται μόνο του αλλά το κάνει κάποιος, αυτό που δημιουργείται
- Ἔργα καὶ Ἡμέραι (το έργο του Ησίοδου για τα επιτεύγματα, τις ενέργειες ανθρώπων και θεών, τα γεγονότα)
- καἄκουε τοὔργον (: κι άκου τι πρέπει να κάνεις)
- κυρίως ο πολεμικός άθλος, αλλά και κάτι ξεχωριστό, κάποιο κατόρθωμα, επίτευγμα γενικότερα
- τῶν δὲ πρότερον ἔργων μέγιστον ἐπράχθη τὸ Μηδικόν (: από τα κατορθώματα του παρελθόντως, το σπουδαιότερο που επιτεύχθηκε ήταν το Μηδικό -ενν. τους Περσικούς πολέμους)
- αγρόκτημα, οργωμένη γη, ακινητη περιουσία, καλλιεργήσιμη γη, χωράφι, καλλιέργεια.
- ὄφρ᾽ ἂν μέν κ᾽ ἀγροὺς ἴομεν καὶ ἔργ᾽ ἀνθρώπων, τόφρα σὺν ἀμφιπόλοισι μεθ᾽ ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν καρπαλίμως ἔρχεσθαι (: ὅσο χωράφια ἢ χτήματα περνοῦμε τῶν ἀνθρώπων, ἐσὺ νὰ γοργοπερπατᾶς πίσω ἀπὸ ζὰ κι ἁμάξι, μὲ τὶς κοπέλες)
- δύο δ᾽ αἰὲν ἔχον πατρώια ἔργα ( : κι άλλοι δύο φρόντιζαν για τα πατρικά χωράφια, τα γονικά χωράφια)
- το έμπρακτο σε αντιδιαστολή προς το θεωρητικό ή το προφορικό, προς τα λόγια
- καὶ μὴν ἔργῳ κοὐκέτι μύθῳ... ( από τη θεωρία στην πράξη)
- σὺ δ᾽ ἡμὶν ἡ μισοῦσα μισεῖς μὲν λόγῳ, ἔργῳ δὲ τοῖς φονεῦσι τοῦ πατρὸς ξύνει (:εσύ μιλάς για το μίσος, αλλά μισείς μόνο στα λόγια, γιατί στην πράξη συντάσσεσαι με τους φονιάδες του πατέρα μας)
- λόγοισιν εἴτ᾽ ἔργοισιν εἰς βλάβην φέρον (: αν τον έβλαψα με λόγια ή με έργα)
- η φράση ἔργον ἐστί ακόμα κι όταν το ρήμα παραλειπόταν, είχε διάφορα νοήματα
- δεν χρησιμεύει, δεν κάνουμε τίποτα έτσι :οὐδὲν ἔργον ἑστάναι ή οὐδὲν ἔργον ταῦτα θρηνεῖσθαι
- δεν είναι δουλειά του, είναι αλλουνού :οὐ γὰρ θερμότητος οἶμαι ἔργον ψύχειν ἀλλὰ τοῦ ἐναντίου, οὐδὲ ξηρότητος ὑγραίνειν ἀλλὰ τοῦ ἐναντίου, οὐδὲ δὴ τοῦ ἀγαθοῦ βλάπτειν ἀλλὰ τοῦ ἐναντίου
- λειτουργία (ἔργα τοῦ ἐγκεφάλου -Γαληνός)
- χρειάζεται (καὶ ἐνταῦθα δὴ πολλῆς φυλακῆς ἔργον : πρέπει να προσέξουμε, να δείξουμε επιφυλακτικότητα)
- με το ἔχω και το παρέχω: δημιουργώ προβλήματα, ζητήματα ή με καλή έννοια μπαίνω στον κόπο
Σύνθετα
- ἀεργός
- δύσεργος
- ἐνεργός
- ἐργάζομαι
- ἐργαλεῖον
- ἐργαστήριον
- ἐργάτης
- ἐργοδότης
- ἐργώδης
- περίεργος
- συνεργός
Εκφράσεις
ἔργον οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ᾽ ὄνειδος: η δουλειά δεν είν' ντροπή (Ησίοδος)
Άλλες μορφές
- δωρικός τύπος : ϝέργον
- ηλειακός τύπος: ϝάργον