γενίκευση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 21: Γραμμή 21:
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|extrapolation}}, {{τ|fr|généralisation}}
* {{fr}} : {{τ|fr|extrapolation}}, {{τ|fr|généralisation}}
* {{gl}} : {{τ|gl|xeneralización}}
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 17:18, 6 Ιουλίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γενίκευση < γενικεύω / γενικεύομαι

Ουσιαστικό

γενίκευση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του γενικεύω
    οι γενικεύσεις δεν μας βοηθούν να κατανοήσουμε την ουσία του θέματος
  2. το να γενικεύεται κάτι, η εξάπλωση
    το Συμβούλιο Ασφαλείας προσπαθεί να σταματήσει τη γενίκευση των εχθροπραξιών


Μεταφράσεις