ψωμί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών ΑΠΑΤΗ (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Kotavusik
Ετικέτα: Επαναφορά
ενημέρωση προτύπων, αφαίρεση σημειώσεων (βλ. συνών άρτος)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'παιδί'}}
{{el-κλίση-'παιδί'}}
[[Αρχείο:Mixed bread loaves.jpg|right|thumb|ποικιλίες '''ψωμιού''']]
[[Αρχείο:Mixed bread loaves.jpg|right|thumb|Ποικιλίες '''ψωμιού'''.]]
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
:'''{{PAGENAME}}''' < {{μσν}} ψωμίν < ψωμίον (''κομματάκι'') < {{αρχ}} [[ψωμός]] < [[ψώω]] (''τρίβω'')
:'''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el|ψωμίν}} < {l|ψωμίον|gkm}} (κομματάκι) < {{αρχ}} [[ψωμός]] < [[ψώω]] (''τρίβω'')


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|psɔ.ˈmi|γλ=el}}
{{ΔΦΑ|psɔˈmi|γλ=el}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
# είδος φαγητού που φτιάχνεται από αλεύρι, νερό και άλλα υλικά, και ψήνεται στον φούρνο, ο [[άρτος]]
# {{τρόφιμα}} είδος φαγητού που φτιάχνεται από αλεύρι, νερό και άλλα υλικά, και ψήνεται στον φούρνο, ο [[άρτος]]
#: ''που δεν ζει κανείς μόνο με '''ψωμί''' και νερό!''
#: ''που δεν ζει κανείς μόνο με '''ψωμί''' και νερό!''
# το [[μεροκάματο]]
# το [[μεροκάματο]]
#: ''δουλεύει για να βγάλει το '''ψωμί''' του.''
#: ''δουλεύει για να βγάλει το '''ψωμί''' του.''

===={{συνώνυμα}}====
* [[άρτος]] (''λόγιο, επίσημο'')


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
Γραμμή 24: Γραμμή 27:


===={{σύνθετα}}====
===={{σύνθετα}}====
{{((}}
{{((|κολόνες=4}}
* [[ελιόψωμο]]
* [[ελιόψωμο]]
* [[κριθαρόψωμο]]
* [[κριθαρόψωμο]]
Γραμμή 44: Γραμμή 47:
* [[ψωμοφάγος]]
* [[ψωμοφάγος]]
{{))}}
{{))}}

===={{σημειώσεις}}====
* {{λαϊκ}}: η λέξη ψωμί (και παράγωγά της) χρησιμοποιείται σε γενική έννοια, αντί '''[[άρτος]]''', δεν υφίσταται καμία διάταξη ή νόμος που να προσδιορίζει τη λέξη "ψωμί", ούτε πινακίδα καταστήματος με τη λέξη [[ψωμάδικο]], αλλά ούτε και επαγγελματίας του είδους που να δέχεται τον όρο [[ψωμάς]].


==={{εκφράσεις}}===
==={{εκφράσεις}}===
Γραμμή 95: Γραμμή 95:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[Κατηγορία:Τρόφιμα (ελληνικά)]]

Αναθεώρηση της 10:47, 7 Ιουλίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψωμί τα ψωμιά
      γενική του ψωμιού των ψωμιών
    αιτιατική το ψωμί τα ψωμιά
     κλητική ψωμί ψωμιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ποικιλίες ψωμιού.

Ετυμολογία

ψωμί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψωμίν < {l|ψωμίον|gkm}} (κομματάκι) < αρχαία ελληνική ψωμός < ψώω (τρίβω)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

ψωμί ουδέτερο

  1. Πρότυπο:τρόφιμα είδος φαγητού που φτιάχνεται από αλεύρι, νερό και άλλα υλικά, και ψήνεται στον φούρνο, ο άρτος
    που δεν ζει κανείς μόνο με ψωμί και νερό!
  2. το μεροκάματο
    δουλεύει για να βγάλει το ψωμί του.

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Εκφράσεις

  • Ψωμί δεν έχουνε, τυρί ζητάνε

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις