μακρόχρονος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
αντων, ετικέτες
Γραμμή 11: Γραμμή 11:
#: ''η '''μακρόχρονη''' παραλήγουσα στη λέξη «μῆλον» [[περισπώμαι|περισπάται]]''
#: ''η '''μακρόχρονη''' παραλήγουσα στη λέξη «μῆλον» [[περισπώμαι|περισπάται]]''
#:: {{συνων}} [[μακρός]]
#:: {{συνων}} [[μακρός]]
#:: {{αντων}} [[βραχύχρονος]], [[βραχύ]]
#:: {{αντων}} [[βραχύχρονος]], [[βραχύς]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 19:07, 13 Ιουλίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μακρόχρονος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

μακρόχρονος, -η, -ο

  1. που διαρκεί για πολύ χρόνο
     συνώνυμα: μακροχρόνιος
  2. (Πρότυπο:γραμματική, Πρότυπο:φωνητική) για φωνήεν ή συλλαβή με μακρά διάρκεια
    η μακρόχρονη παραλήγουσα στη λέξη «μῆλον» περισπάται
     συνώνυμα: μακρός
     αντώνυμα: βραχύχρονος, βραχύς

Μεταφράσεις