public: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
αναφορές
μ →‎{{επίθετο|en}}: -όγλωσση σε -ική
Γραμμή 12: Γραμμή 12:
# {{αντπρο|en}} [[οντότητα]] ([[μεταβλητή]], [[μέθοδος]], κλπ.) που έχει ορισθεί μέσα σε [[κλάση]] και μπορεί να είναι προσβάσιμη άμεσα και χωρίς περιορισμούς από το υπόλοιπο [[πρόγραμμα]]
# {{αντπρο|en}} [[οντότητα]] ([[μεταβλητή]], [[μέθοδος]], κλπ.) που έχει ορισθεί μέσα σε [[κλάση]] και μπορεί να είναι προσβάσιμη άμεσα και χωρίς περιορισμούς από το υπόλοιπο [[πρόγραμμα]]
#: ''Δείτε επίσης'': [[protected]], [[private]]
#: ''Δείτε επίσης'': [[protected]], [[private]]
#: ''Δείτε επίσης: [[:w:en:Class_(computer_programming)#Member_accessibility|member accessibility]] στην αγγλόγλωσση Βικιπαίδεια''
#: ''Δείτε επίσης: [[:w:en:Class_(computer_programming)#Member_accessibility|member accessibility]] στην αγγλική Βικιπαίδεια''


==={{ουσιαστικό|en}}===
==={{ουσιαστικό|en}}===

Αναθεώρηση της 13:27, 20 Ιουλίου 2020

Αγγλικά (en)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
  •  [[Κατηγορία:Λήμματα με ήχο στην προφορά (Δεν υπάρχει αυτός ο κωδικός γλώσσας!! )]]

Επίθετο

public (en)

  1. δημόσιος
  2. που απευθύνεται η αφορά το κοινό (όχι αναγκαστικά national/εθνικός, αφορά και ιδιωτικές εταιρείες πχ public broadcaster/public broadcasting organization συνήθως ιδιωτική εταιρεία, εκτός κι αν αναφέρεται το επίθετο national/εθνικός)
  3. public opinion: η κοινή γνώμη
  4. Πρότυπο:πληροφ η εφαρμογή που απευθύνεται στο κοινό[1]
  5. Πρότυπο:αντπρο οντότητα (μεταβλητή, μέθοδος, κλπ.) που έχει ορισθεί μέσα σε κλάση και μπορεί να είναι προσβάσιμη άμεσα και χωρίς περιορισμούς από το υπόλοιπο πρόγραμμα
    Δείτε επίσης: protected, private
    Δείτε επίσης: member accessibility στην αγγλική Βικιπαίδεια

Ουσιαστικό

public (en)

Δείτε επίσης

  • public στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

public (fr) αρσενικό

le public était enthousiaste - το κοινό ήταν ενθουσιασμένο

Επίθετο

public (fr) αρσενικό ή θηλυκό

le secteur public - o δημόσιος τομέας

Εκφράσεις



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

public (ro)

  1. κοινό
    relații cu publicul - οι σχέσεις με το κοινό

Εκφράσεις



Αναφορές

  1. (αγγλικά) public site vs admin site, Writing your first Django app, part 1. Προσπέλαση 2020-04-06