κλάσμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
{{el-κλίση-'κύμα'}}
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{el-κλίση-'κύμα'}}
{{el-κλίση-'κύμα'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc-koi|el|κλάσμα}}. Για την έννοια του τμήματος {{σμσδ|fr|el|fraction|text=1}}.<ref>{{Β:ΛΚΝ}}</ref>
: '''{{PAGENAME}}''' από το αρχαιοελληνικό < [[κλάω]] -ω

==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|γλ=el|ˈkla.zma}}
: {{συλλ|κλά|σμα}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
# {{μαθ}} τρόπος παράστασης της [[διαίρεση]]ς δύο αριθμών με οριζόντια γραμμή που χωρίζει τον διαιρετέο από το διαιρέτη (στην προκειμένη περίπτωση ονομάζεται αριθμητής και παρονομαστής)
# {{μαθ}} τρόπος παράστασης της [[διαίρεση]]ς δύο αριθμών με οριζόντια γραμμή που χωρίζει τον διαιρετέο από το διαιρέτη (στην προκειμένη περίπτωση ονομάζεται αριθμητής και παρονομαστής)
#:''γνήσιο, νόθο ή καταχρηστικό κλάσμα, ομώνυμα, ετερώνυμα κλάσματα''
#:''γνήσιο, νόθο ή καταχρηστικό '''κλάσμα''', ομώνυμα, ετερώνυμα '''κλάσματα'''''
# [[τμήμα]] ενός συνόλου
# [[τμήμα]] ενός συνόλου


Γραμμή 67: Γραμμή 71:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

==={{αναφορές}}===
<references/>


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 08:29, 25 Ιουλίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλάσμα τα κλάσματα
      γενική του κλάσματος των κλασμάτων
    αιτιατική το κλάσμα τα κλάσματα
     κλητική κλάσμα κλάσματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλάσμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλάσμα. Για την έννοια του τμήματος σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fraction.[1]

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλά‐σμα

Ουσιαστικό

κλάσμα ουδέτερο

  1. Πρότυπο:μαθ τρόπος παράστασης της διαίρεσης δύο αριθμών με οριζόντια γραμμή που χωρίζει τον διαιρετέο από το διαιρέτη (στην προκειμένη περίπτωση ονομάζεται αριθμητής και παρονομαστής)
    γνήσιο, νόθο ή καταχρηστικό κλάσμα, ομώνυμα, ετερώνυμα κλάσματα
  2. τμήμα ενός συνόλου

Εκφράσεις

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Αναφορές