άβυσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
δείτε, κλίση+παρατ, ετυ+ref μορφές, ορισμοί σύμπτυξη (αφαίρεση των ελληνιστικών)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 8: Γραμμή 8:
==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|ˈa.vi.sɔs|γλ=el}}
{{ΔΦΑ|ˈa.vi.sɔs|γλ=el}}
: {{συλλ|ά|βυ|σος}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===

Αναθεώρηση της 13:28, 27 Ιουλίου 2020

Δείτε επίσης: ἄβυσσος

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άβυσσος οι άβυσσοι
      γενική της αβύσσου των αβύσσων
    αιτιατική την άβυσσο τις αβύσσους
     κλητική άβυσσε
(άβυσσο)
άβυσσοι
Και λαϊκότροπο: η άβυσσο, της άβυσσος.
Επίσης, αρσενικό: ο άβυσσος.
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άβυσσος (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄβυσσος[1] < ἄβυσσος (επίθετο) < ἀ- (ά- στερητικό) + βυσσός (βυθός)
θαλάσσια άβυσσος < λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική abysse ή αγγλική abyss

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐βυ‐σος

Ουσιαστικό

άβυσσος θηλυκό (και λαϊκότροπο η άβυσσο και αρσενικό])

  1. μεγάλο ωκεάνιο βάθος και, ειδικότερα, εκείνο μέχρι του οποίου δεν φθάνει το ηλιακό φως
    • (γενικότερα) μεγάλο και απότομο βάθος σε υδάτινη (λίμνη, ποτάμι) ή γήινη επιφάνεια (φαράγγι, γκρεμός, βάραθρο κ.ο.κ.)
  2. (μεταφορικά) το χάος, ο οποιοσδήποτε -τεραστίου μεγέθους- ανεξερεύνητος χώρος
    η άβυσσος του σύμπαντος
  3. (μεταφορικά) μεγάλη ποσότητα ή μεγάλη διαφορά
    τρώει την άβυσσο
    με αυτόν, μας χωρίζει άβυσσος
  4. (μεταφορικά) το πιο βαθύ σημείο της ψυχής, της καρδιάς
    άβυσσος η ψυχή των ανθρώπων

Συγγενικά

Εκφράσεις

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές