γενικεύομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του γενικεύω → {{παθ|γενικεύω}} με τη χρήση AWB
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 18: Γραμμή 18:
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|être}}{{τ|fr|généralisé}}
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 14:29, 27 Ιουλίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γενικεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος γενικεύω

Ρήμα

γενικεύομαι, πρτ.: γενικευόμουν, στ.μέλλ.: θα γενικευτώ, αόρ.: γενικεύτηκα, μτχ.π.π.: γενικευμένος

  1. ξεκινώντας από κάτι μερικό επεκτείνομαι σε ένα ευρύτερο σύνολο
    τα τελευταία χρόνια γενικεύτηκε η χρήση του κινητού τηλεφώνου


Μεταφράσεις