συνέλευσις: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎{{ετυμολογία}}: +ελεύσομαι
μ pwb.py replace αντικατάσταση {{Β: με{{Π:
Γραμμή 19: Γραμμή 19:


==={{πηγές}}===
==={{πηγές}}===
* {{Β:ΛΟΓΕΙΟΝ}}
* {{Π:ΛΟΓΕΙΟΝ}}


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 21:31, 27 Ιουλίου 2020

Αρχαία ελληνικά (grc)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνέλευσῐς αἱ συνελεύσεις
      γενική τῆς συνελεύσεως τῶν συνελεύσεων
      δοτική τῇ συνελεύσει ταῖς συνελεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συνέλευσῐν τὰς συνελεύσεις
     κλητική ! συνέλευσῐ συνελεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνελεύσει
γεν-δοτ τοῖν  συνελευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνέλευσις < (σύν) συν- + ἔλευσις < συνέρχομαι < θέμα ἐλεύσομαι, μέλλοντας του ἔρχομαι
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: συνέλευση

Ουσιαστικό

συνέλευσις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. συνάντηση, συγκέντρωση
    1. συνουσία
    2. γάμος
  2. συνδυασμός πραγμάτων
  3. Πρότυπο:γραμματική συναίρεση ή κράση

Συγγενικά

Πηγές