συντροφιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
+ αναφορές
μ pwb.py replace αντικατάσταση Β: σε Π:
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
{{el-κλίσ-'καρδιά'}}
{{el-κλίσ-'καρδιά'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc-koi|el|συντροφία}} < {{ετυμ|grc|el|σύντροφος}} < [[σύν]] + [[τρέφω]] ({{σμσδ|fr|el|compagnie}}<ref>{{Β:Χρηστικό}}</ref>)
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc-koi|el|συντροφία}} < {{ετυμ|grc|el|σύντροφος}} < [[σύν]] + [[τρέφω]] ({{σμσδ|fr|el|compagnie}}<ref>{{Π:Χρηστικό}}</ref>)


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===

Αναθεώρηση της 17:24, 28 Ιουλίου 2020

Δείτε επίσης: συντροφία, Συντροφία, συντρόφια

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντροφιά οι συντροφιές
      γενική της συντροφιάς των συντροφιών
    αιτιατική τη συντροφιά τις συντροφιές
     κλητική συντροφιά συντροφιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συντροφιά < ελληνιστική κοινή συντροφία < αρχαία ελληνική σύντροφος < σύν + τρέφω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική compagnie[1])

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ντρο‐φιά
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐τρο‐φιά

Ουσιαστικό

συντροφιά θηλυκό

  1. συναναστροφή ανθρώπων για λόγους συμπαράστασης, βοήθειας, υποστήριξης, παρέας κ.λπ.
  2. η παραπάνω ομάδα ανθρώπων
     συνώνυμα: παρέα
  3. ομάδα ανθρώπων που έχουν κοινά ενδιαφέροντα και αναζητήσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Επίρρημα

συντροφιά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. συντροφιάΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)