ζωγραφίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Μεταφράσεις: προσθήκη προτύπων στις κρυμένες γραμμές
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Μεταφράσεις: αφαίρεση περιττών κενών, προσθήκη κενών μετά και πριν τα «βελάκια»
Γραμμή 21: Γραμμή 21:
|bgcolor="#FFFFE0" valign=top width=48%|
|bgcolor="#FFFFE0" valign=top width=48%|
{|
{|
* {{en}} : {{ξεν|en|draw}}, {{ξεν|en|paint}}
* {{en}} : {{ξεν|en|draw}}, {{ξεν|en|paint}}
<!-- * {{ar}} : {{ξεν|ar|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{ξεν|ar|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{ξεν|vi|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{ξεν|vi|XXX}} -->
<!-- * {{bg}} : {{ξεν|bg|XXX}} -->
<!-- * {{bg}} : {{ξεν|bg|XXX}} -->
<!-- * {{br}} : {{ξεν|br|XXX}} -->
<!-- * {{br}} : {{ξεν|br|XXX}} -->
* {{fr}} : [[peindre]]
* {{fr}} : [[peindre]]
<!-- * {{de}} : {{ξεν|de|XXX}} -->
<!-- * {{de}} : {{ξεν|de|XXX}} -->
<!-- * {{eo}} : {{ξεν|eo|XXX}} -->
<!-- * {{eo}} : {{ξεν|eo|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 17:34, 13 Οκτωβρίου 2007

Πρότυπο:=el= Πρότυπο:-ετυμ- < ζωγράφος Πρότυπο:-ρημ- ζωγραφίζω

  1. σχεδιάζω γραμμές και/ή καλύπτω επιφάνειες με χρώματα, ώστε να δημιουργήσω μία ζωγραφική εικόνα, να αναπαραστήσω πρόσωπα ή πράγματα ή αφηρημένες εικόνες και να φέρω ένα αισθητικό αποτέλεσμα
  2. είμαι ζωγράφος
  3. (μεταφορικά) εκτελώ με δεξιοτεχνία μια συγκεκριμένη εργασία

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-βλεπ-

Πρότυπο:-μτφ-