κάλικο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 16: | Γραμμή 16: | ||
==={{επίθετο|el}}=== |
==={{επίθετο|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{ακλ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{ακλ}} |
||
* {{ζωολογία}} [[τρίχρωμος|τρίχρωμη]] γάτα με τρίχωμα |
* {{ζωολογία}} [[τρίχρωμος|τρίχρωμη]] γάτα με τρίχωμα μαύρο, άσπρο και πορτοκαλί |
||
*: {{παράθεμα}} ''«calicoes» ('''κάλικο'''): αυτές που έχουν πορτοκαλί, καφέ και μαύρο ή απλά οι τρίχρωμες'' [γάτες] ([https://trihes.gr/ine-i-trichromes-gates-panta-thilikes/ Είναι οι τρίχρωμες γάτες πάντα θηλυκές;]) |
*: {{παράθεμα}} ''«calicoes» ('''κάλικο'''): αυτές που έχουν πορτοκαλί, καφέ και μαύρο ή απλά οι τρίχρωμες'' [γάτες] ([https://trihes.gr/ine-i-trichromes-gates-panta-thilikes/ Είναι οι τρίχρωμες γάτες πάντα θηλυκές;]) |
||
Αναθεώρηση της 11:36, 9 Αυγούστου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κάλικο: νεολογισμός τέλους 20ου αιώνα < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική calico[1] < από την ινδική περιοχή Calicut απ' όπου γινόταν αρχικά η εξαγωγή του υφάσματος
- για τη γάτα < μεταφορική χρήση
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐λι‐κο
Ουσιαστικό
κάλικο ουδέτερο άκλιτο
- (ύφασμα) είδος σκληρού υφάσματος φτιαγμένο από αλεύκαντο και όχι τελείως επεξεργασμένο βαμβάκι
Επίθετο
κάλικο άκλιτο
- Πρότυπο:ζωολογία τρίχρωμη γάτα με τρίχωμα μαύρο, άσπρο και πορτοκαλί
- ※ «calicoes» (κάλικο): αυτές που έχουν πορτοκαλί, καφέ και μαύρο ή απλά οι τρίχρωμες [γάτες] (Είναι οι τρίχρωμες γάτες πάντα θηλυκές;)
Μεταφράσεις
ύφασμα
τρίχρωμη γάτα
Αναφορές
Κατηγορίες:
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)