général: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 21: | Γραμμή 21: | ||
* [[γενικός]] |
* [[γενικός]] |
||
*:: {{συνων}} [[collectif]], [[extensif]], [[global]], [[habituel]], [[large]], [[ordinaire]], [[synoptique]], [[unanime]], [[universel]] |
*:: {{συνων}} [[collectif]], [[extensif]], [[global]], [[habituel]], [[large]], [[ordinaire]], [[synoptique]], [[unanime]], [[universel]] |
||
*:: {{αντων}} [[exceptionnel]], [[individuel]], [[local]], [[particulier]], [[partiel]], [[rare]], [[singulier]], [[spécial]], [[spécialisé]] |
|||
===={{εκφράσεις}}==== |
===={{εκφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 19:25, 9 Αυγούστου 2020
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
général | généraux |
général (fr) αρσενικό
- ο στρατηγός
- (κατ' αναλαγία) ο αρχηγός, ο διευθυντής
- général des finances: ο επικεφαλής μιας φορολογικής περιφέρειας κατά τη διάρκεια του Ancien Régime, στη Γαλλία
- → δείτε τη λέξη généralité
Επίθετο
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | général | généraux |
θηλυκό | générale | générales |
général (fr)
- γενικός
- ≈ συνώνυμα: collectif, extensif, global, habituel, large, ordinaire, synoptique, unanime, universel
- ≠ αντώνυμα: exceptionnel, individuel, local, particulier, partiel, rare, singulier, spécial, spécialisé