πακέτο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
{{ετυμ|it|el|
ετυμολ διόρθωση προτύπων
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'πεύκο'}}
{{el-κλίση-'πεύκο'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}'''< {{ετυμ|it|el|pacchetto}}. Οι νεότερες σημασίες της λέξης προέκυψαν από μετάφραση του αγγλικού [[package]].
: '''{{PAGENAME}}'''< {{δαν|it|el|pacchetto}}. Οι σύγχρονοι όροι τεχνολογίας < {{δαν|en|el|package}}


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===

Αναθεώρηση της 18:38, 11 Αυγούστου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πακέτο τα πακέτα
      γενική του πακέτου των πακέτων
    αιτιατική το πακέτο τα πακέτα
     κλητική πακέτο πακέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πακέτο< (άμεσο δάνειο) ιταλική pacchetto. Οι σύγχρονοι όροι τεχνολογίας < (άμεσο δάνειο) αγγλική package

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

πακέτο ουδέτερο

  1. δέμα (π.χ. δώρο) περιτυλιγμένο σε χαρτί
    o ταχυδρόμος έφερε ένα πακέτο
  2. κουτί με τσιγάρα
    αγόρασε ένα πακέτο (τσιγάρα)
  3. Πρότυπο:οικον σύνολο προτάσεων προς μελέτη
    ο επίτροπος πρότεινε ένα πακέτο για τα μεσογειακά κράτη
  4. Πρότυπο:δικυπ packet: μικρό τμήμα ενός συνόλου δεδομένων που άγεται (μεταφέρεται) από τον ένα κόμβο (node) στον άλλο, σε ένα δίκτυο μεταγωγής πακέτων
    → δείτε τη λέξη μεταγωγή πακέτου (packet switching)
    Δείτε επίσης: πακέτο στην Βικιπαίδεια
  5. Πρότυπο:λγσμ package: λογισμικό (software) που έχει προετοιμαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να εγκατασταθεί με έναν διαχειριστή πακέτων (package manager).
  6. (αργκό) το ψέμα (συνήθως όταν χρησιμοποιείται μονολεκτικά) ή και το ζόρι
    έφαγα χοντρό πακέτο

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις