γιατρός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py replace αντικατάσταση {{Β: με{{Π:
Γραμμή 63: Γραμμή 63:
* {{sv}} : {{τ|sv|doktor}}, {{τ|sv|läkare}}
* {{sv}} : {{τ|sv|doktor}}, {{τ|sv|läkare}}
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} -->
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} -->
* {{tr}} : {{τ|tr|doktor}}, {{τ|tr|hekim}}
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
* {{fi}} : {{τ|fi|lääkäri}}, {{τ|fi|tohtori}}, {{τ|fi|parantaja|noentry=1}}
* {{fi}} : {{τ|fi|lääkäri}}, {{τ|fi|tohtori}}, {{τ|fi|parantaja|noentry=1}}

Αναθεώρηση της 06:15, 14 Αυγούστου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γιατρός οι γιατροί
      γενική του/της γιατρού των γιατρών
    αιτιατική τον/τη γιατρό τους/τις γιατρούς
     κλητική γιατρέ γιατροί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γιατρός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιατρός < αρχαία ελληνική ἰατρός με τροπή του άτονου [i] > ημίφωνο [j] πριν από φωνήεν > αρχικό [ʝ] πριν από φωνήεν (συνίζηση για αποφυγή χασμωδίας).[1] Δείτε και Γιάννης, γιορτή

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

γιατρός αρσενικό ή θηλυκό (και θηλυκά: γιατρίνα, γιάτρισσα, γιατρέσα)

  1. αυτός που έχει το δικαίωμα να ασκεί την ιατρική αφού αποκτήσει ένα δίπλωμα που αντιστοιχεί σε ανάλογες σπουδές
  2. (αργκό) ο "αξιοπρεπής" πελάτης χαρτοπαιχτικής λέσχης (στη γλώσσα των κακοποιών)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές