πολλαπλασιαστικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ προσθήκη el-κλίσ-'καλός' στα -ικός |
μ αντικατάσταση # με * |
||
Γραμμή 8: | Γραμμή 8: | ||
==={{επίθετο|el}}=== |
==={{επίθετο|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
||
* {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
Αναθεώρηση της 08:30, 14 Αυγούστου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πολλαπλασιαστικός < πολλαπλασιάζω
Επίθετο
πολλαπλασιαστικός
Συγγενικά
- πολλαπλάσια
- πολλαπλασιάζω
- πολλαπλασιασμός
- πολλαπλασιαστέος
- πολλαπλασιαστής
- πολλαπλάσιο
- πολλαπλάσιος
- πολλαπλός
- πολλαπλότητα
- πολλαπλώς
Μεταφράσεις
πολλαπλασιαστικός