ψωμίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ αντικατάσταση # με *
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
# [[ταΐζω]] κάποιον με [[ψωμί]]
* [[ταΐζω]] κάποιον με [[ψωμί]]


===={{βλέπε}}====
===={{βλέπε}}====

Αναθεώρηση της 21:03, 14 Αυγούστου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψωμίζω < αρχαία ελληνική ψωμίζω και ψωμιῶ (τρέφω, ταίζω, βάζω μουκιές στο στόμα ) < ψωμός μπουκιά ψωμιού

Ρήμα

ψωμίζω

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις