εν λευκώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ευχαριστούμε πολύ 87.202.191.10, μας είχε ξεφύγει η παρεμβολή του ανώνυμου. |
kαθαρ {{δοτική}} |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < ({{κλη|kath|el}}) [[ἐν]] [[λευκῷ]] (''{{δοτική|0=-}} ενικού του'' {{λ|λευκός|grc}}) {{βλ|εν|λευκός}}. ''Δείτε και τη γαλλική'' {{λ|carte blanche|fr}} |
||
==={{έκφραση|el}}=== |
==={{έκφραση|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
||
*{{λόγιο}} [[χωρίς]] [[δέσμευση]] ή [[περιορισμός|περιορισμούς]], [[ανεπιφύλακτα]], [[ελεύθερα]] |
* {{λόγιο}} [[χωρίς]] [[δέσμευση]] ή [[περιορισμός|περιορισμούς]], [[ανεπιφύλακτα]], [[ελεύθερα]] |
||
*:''Το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου θα διαχειρίζεται σχεδόν |
*: {{παράθεμα|τύπος}} ''Το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου θα διαχειρίζεται σχεδόν '''εν λευκώ''' τη δημόσια περιουσία χωρίς υποχρεωτική έγκριση της Βουλής για τη μορφή της αξιοποίησης.''([http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=26/06/2011&id=287802 *] @enet.ge) |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 00:28, 15 Αυγούστου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εν λευκώ < ((κληρονομημένο) καθαρεύουσα ) ἐν λευκῷ (δοτική ενικού του λευκός) → δείτε τις λέξεις εν και λευκός. Δείτε και τη γαλλική carte blanche
Έκφραση
εν λευκώ
- (λόγιο) χωρίς δέσμευση ή περιορισμούς, ανεπιφύλακτα, ελεύθερα
- ※ Το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου θα διαχειρίζεται σχεδόν εν λευκώ τη δημόσια περιουσία χωρίς υποχρεωτική έγκριση της Βουλής για τη μορφή της αξιοποίησης.(* @enet.ge)
Μεταφράσεις
εν λευκώ
|
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)