στεναχώρια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση προτ. κλίσης
μ αντικατάσταση # με *
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' και [[στενοχώρια]] {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' και [[στενοχώρια]] {{θ}}
# δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση, [[δυσφορία]], [[απογοήτευση]], [[δυσαρέσκεια]], [[θλίψη]], [[λύπη]], [[οδύνη]], [[πίκρα]]
* δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση, [[δυσφορία]], [[απογοήτευση]], [[δυσαρέσκεια]], [[θλίψη]], [[λύπη]], [[οδύνη]], [[πίκρα]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====

Αναθεώρηση της 11:31, 15 Αυγούστου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στεναχώρια οι στεναχώριες
      γενική της στεναχώριας
    αιτιατική τη στεναχώρια τις στεναχώριες
     κλητική στεναχώρια στεναχώριες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στεναχώρια < στενοχώρια < (ελληνιστική κοινή) στενοχωρία (στενός χώρος - όταν δεν είμαστε άνετα σε στενό χώρο, έχουμε αίσθηση δυσφορίας, πιεζόμαστε, πρβλ. «δεν με χωράει ο τόπος...»)

Ουσιαστικό

στεναχώρια και στενοχώρια θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις