πυροσβεστήρας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
κείμενο από Βικιπαίδεια |
μ αντικατάσταση # με * |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
||
* κυλινδρικό δοχείο το οποίο περιέχει κατασβεστικό μέσο που θα εκλυθεί για να κατασβέσει μια φωτιά |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 11:38, 15 Αυγούστου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πυροσβεστήρας < πυρο- + σβήνω + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
πυροσβεστήρας αρσενικό
- κυλινδρικό δοχείο το οποίο περιέχει κατασβεστικό μέσο που θα εκλυθεί για να κατασβέσει μια φωτιά
Μεταφράσεις
πυροσβεστήρας