σύντομος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 16: Γραμμή 16:
# (''για κείμενο ή προφορικό λόγο'') που έχει μικρή [[έκταση]], που διατυπώνεται με σχετικά λίγες λέξεις
# (''για κείμενο ή προφορικό λόγο'') που έχει μικρή [[έκταση]], που διατυπώνεται με σχετικά λίγες λέξεις
#:{{συνών}} [[συνοπτικός]]
#:{{συνών}} [[συνοπτικός]]
#:{{βλ|και=2|λακωνικός}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 08:41, 30 Αυγούστου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σύντομος η σύντομη το σύντομο
      γενική του σύντομου της σύντομης του σύντομου
    αιτιατική τον σύντομο τη σύντομη το σύντομο
     κλητική σύντομε σύντομη σύντομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σύντομοι οι σύντομες τα σύντομα
      γενική των σύντομων των σύντομων των σύντομων
    αιτιατική τους σύντομους τις σύντομες τα σύντομα
     κλητική σύντομοι σύντομες σύντομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σύντομος < αρχαία ελληνική σύντομος

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Επίθετο

σύντομος, -η, -ο

  1. που έχει μικρή διάρκεια
  2. (για διάστημα, απόσταση) που έχει μικρό μήκος
  3. (για κείμενο ή προφορικό λόγο) που έχει μικρή έκταση, που διατυπώνεται με σχετικά λίγες λέξεις
     συνώνυμα: συνοπτικός
    → δείτε και τη λέξη λακωνικός

Μεταφράσεις

Πηγές