αντιγραφέας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
{{el-κλίση-'συγγραφέας'}} |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{δείτε|ἀντιγραφεύς}} |
{{δείτε|ἀντιγραφεύς}} |
||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίση-' |
{{el-κλίση-'συγγραφέας'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc|el|ἀντιγραφεύς}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc|el|ἀντιγραφεύς}} |
Αναθεώρηση της 09:10, 1 Σεπτεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | αντιγραφέας | οι | αντιγραφείς |
γενική | του του/της |
αντιγραφέα αντιγραφέως |
των | αντιγραφέων |
αιτιατική | τον/την | αντιγραφέα | τους/τις | αντιγραφείς |
κλητική | αντιγραφέα | αντιγραφείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αντιγραφέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιγραφεύς
Ουσιαστικό
αντιγραφέας αρσενικό ή θηλυκό
- που αντιγράφει ένα κείμενο
- αυτός που αναπαράγει σε περισσότερα αντίγραφα ένα κείμενο, αντιγράφοντάς το
- ο εξεταζόμενος που αντιγράφει από βιβλίο ή από άλλον εξεταζόμενο κατά τη διάρκεια διαγωνίσματος
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'συγγραφέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)