παράσταση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση- |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'λύση'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
Αναθεώρηση της 11:27, 13 Σεπτεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
ΛΑΘΟΣ ΚΛΙΣΗ. Για προπαροξύτονα θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε την {{el-κλίση-'δύναμη'}} ή την {{el-κλίση-'παγκοσμιοποίηση'}}
Ετυμολογία
- παράσταση < μεσαιωνική ελληνική παράστασις < αρχαία ελληνική παρίστημι < αρχαία ελληνική παρά + ίστημι
Ουσιαστικό
παράσταση θηλυκό
- το να εμφανίζει κάποιος οτιδήποτε μπροστά σε κάποιον
- η αποτυπωμένη σε νόμισμα, ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο, μορφή ενός ή περισσοτέρων ατόμων.
- Κατά την Τουρκοκρατία οι επαναστατικές σημαίες έφεραν παράσταση με τον Δικέφαλο Αετό ή με Σταυρό.
- Πρώτη μαρτυρία για εμφάνιση της σημαίας έχουμε σε παράσταση στο Περσικό αγγείο του Δούριδος.
- η παρουσίαση ενός θεατρικού δρώμενου στη σκηνή του θεάτρου
- του ζητήθηκε να παίξει σε μία παράσταση για φιλανθρωπικό σκοπό
- η από τον νόμο σωστή εμφάνιση (παρουσία ή/και ντύσιμο) δημοσίου ή ιδιωτικού υπαλλήλου-λειτουργού
- Στους προέδρους των Ν.Ε. καταβάλλεται το 1/2 των εξόδων παράστασης του Νομάρχη.
- η παρουσία δικηγόρου στο δικαστήριο
- Έλαβε αμοιβή για δύο παραστάσεις ενώπιον του πρωτοδικείου.
- η διπλωματική ενέργεια (συνήθως στον πληθυντικό: παραστάσεις)
- Οι διπλωματικές παραστάσεις προηγούνται των αντιμέτρων.
- η παρουσίαση με αριθμούς και σύμβολα επιστημονικών πράξεων, εννοιών ή εκφράσεων
- στην παράσταση α2+β αν αντικαταστήσουμε το α με 2 και το β με 4 τότε...
- η γραφική παράσταση του α3 είναι...
Μεταφράσεις
παράσταση