ξεπέρασμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση- |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'όνομα'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ξεπερνώ]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ξεπερνώ]] |
Αναθεώρηση της 12:18, 13 Σεπτεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεπέρασμα < ξεπερνώ
Ουσιαστικό
ξεπέρασμα ουδέτερο
- η υπερκέραση ενός εμποδίου, μιας δύσκολης κατάστασης
- Το ξεπέρασμα της οκονομικης κρίσης
- η υπέρβαση, η ενέργεια του να ξεπερνάς κάποιον ή κάτι, και να προπορεύεσαι σε έναν τομέα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξεπέρασμα
|