πάθημα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση- |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'όνομα'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
Αναθεώρηση της 12:21, 13 Σεπτεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πάθημα | τα | παθήματα |
γενική | του | παθήματος | των | παθημάτων |
αιτιατική | το | πάθημα | τα | παθήματα |
κλητική | πάθημα | παθήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- πάθημα < αρχαία ελληνική πάθημα < πάσχω
Ουσιαστικό
πάθημα ουδέτερο
- κάτι που έπαθε κάποιος
Εκφράσεις
- το πάθημα μάθημα: αυτό που έπαθα με δίδαξε κάτι και δεν θα επαναλάβω στο μέλλον το ίδιο λάθος
Μεταφράσεις
πάθημα