χορτάριασμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αντικατάσταση # με * |
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση- |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'όνομα'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[χορταριάζω]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[χορταριάζω]] |
Αναθεώρηση της 12:37, 13 Σεπτεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χορτάριασμα < χορταριάζω
Ουσιαστικό
χορτάριασμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του χορταριάζω, το να αρχίσουν να αναπτύσσονται σε ένα κήπο, έκταση ή σε οικήματα αυτοφυή χόρτα επειδή τα έχουν εγκαταλείψει οι ιδιοκτήτες τους
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χορτάριασμα
|