βαβούρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py replace αντικατάσταση {{Β: με{{Π: |
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση- |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'πείνα'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el|βαβούρα}} {{ηχομ|00=-}}, ίσως από την {{ετυμ|grc-koi|el|βαβάζω|00=-}} (“φωνάζω”) με προφορά /bab/ + [[-ούρα]].<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref> Ονοματοποίηση του θορύβου, όπως και στη λέξη [[βάρβαρος]]. ''Για άλλες ετυμολογικές προτάσεις, δείτε τη μεσαιωνική'' {{λ|βαβούρα|gkm}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el|βαβούρα}} {{ηχομ|00=-}}, ίσως από την {{ετυμ|grc-koi|el|βαβάζω|00=-}} (“φωνάζω”) με προφορά /bab/ + [[-ούρα]].<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref> Ονοματοποίηση του θορύβου, όπως και στη λέξη [[βάρβαρος]]. ''Για άλλες ετυμολογικές προτάσεις, δείτε τη μεσαιωνική'' {{λ|βαβούρα|gkm}} |
Αναθεώρηση της 12:56, 13 Σεπτεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαβούρα | οι | βαβούρες |
γενική | της | βαβούρας | — | |
αιτιατική | τη | βαβούρα | τις | βαβούρες |
κλητική | βαβούρα | βαβούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- βαβούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαβούρα (ηχομιμητική λέξη), ίσως από την ελληνιστική κοινή βαβάζω (“φωνάζω”) με προφορά /bab/ + -ούρα.[1] Ονοματοποίηση του θορύβου, όπως και στη λέξη βάρβαρος. Για άλλες ετυμολογικές προτάσεις, δείτε τη μεσαιωνική βαβούρα
Ουσιαστικό
βαβούρα θηλυκό
- φασαρία, οχλοβοή, κοσμοχαλασιά, θόρυβος, βόμβος, αναστάτωση, σαματάς (με την έννοια «θόρυβος»)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ↑ βαβούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- βαβούρα < (ηχομιμητική λέξη), ίσως το θέμα από την ελληνιστική κοινή βαβ(άζω) (φωνάζω) ή βαβ(ίζω) με προφορά /bab/ + -ούρα[1][2] ή κατ' άλλη άποψη προέλευσης από τη μεσαιωνική λατινική baburra[3]
Ουσιαστικό
βαβούρα θηλυκό
Παράγωγα
Αναφορές
- ↑ βαβούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ baburra κατά τον Du Cange - βαβούρα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Πηγές
- βαβούρα - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ούρα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)