δωματιάρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
{μεγ} ΟΡΙΣΜ μτφ-μεγεθ
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση-
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'πείνα'}}
{{el-κλίση-'πείνα'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μεγ|δωμάτιο|άρα||δωμάτι(ο)}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μεγ|δωμάτιο|άρα||δωμάτι(ο)}}

Αναθεώρηση της 13:03, 13 Σεπτεμβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δωματιάρα οι δωματιάρες
      γενική της δωματιάρας
    αιτιατική τη δωματιάρα τις δωματιάρες
     κλητική δωματιάρα δωματιάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δωματιάρα < δωμάτι(ο) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό

δωματιάρα θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το μεγεθυντικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε δωμάτιο