σκότα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αντικατάσταση # με *
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση-
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{προσχέδιο}}
{{προσχέδιο}}


{{el-κλίσ-'πείνα'}}
{{el-κλίση-'πείνα'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}

Αναθεώρηση της 13:20, 13 Σεπτεμβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκότα οι σκότες
      γενική της σκότας
    αιτιατική τη σκότα τις σκότες
     κλητική σκότα σκότες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκότα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σκότα θηλυκό

  • το σκοινί που χρησιμοποιείται στο πλοίο για την ρύθμιση του ανοίγματος των πανιών.

Μεταφράσεις