δαπάνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Αναιρέθηκε Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
μ Ανάκληση της επεξεργασίας 4851807 του 178.147.246.210 (Συζήτηση)
Ετικέτα: Αναίρεση
Γραμμή 31: Γραμμή 31:
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|dépense}}, γ7ξξ{{τ|fr|frais}}
* {{fr}} : {{τ|fr|dépense}}, {{τ|fr|frais}}
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ka}} : {{τ|ka|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ka}} : {{τ|ka|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 11:38, 21 Σεπτεμβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαπάνη οι δαπάνες
      γενική της δαπάνης των δαπανών
    αιτιατική τη δαπάνη τις δαπάνες
     κλητική δαπάνη δαπάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαπάνη < αρχαία ελληνική δαπάνη

Ουσιαστικό

δαπάνη θηλυκό

  1. το να δίνει κάποιος ένα χρηματικό ποσό για ένα αγαθό ή υπηρεσία
  2. το χρηματικό ποσό που κάποιος δαπανά
  3. (μεταφορικά) το ξόδεμα (δυνάμεων, πόρων κλπ)

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δαπάνη < δαπανάω

Ουσιαστικό

δαπάνη θηλυκό

  1. η ενέργεια του δαπανάω, η κατανάλωση χρήσιμων πραγμάτων