αχινέος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ pwb.py αντικατάσταση κλίσ- με κλίση-'δρόμος'
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'δρόμος'}}
{{el-κλίση-'δρόμος'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[αχινός]]
: '''{{PAGENAME}}''' < [[αχινός]]

Αναθεώρηση της 09:26, 4 Οκτωβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αχινέος οι αχινέοι
      γενική του αχινέου των αχινέων
    αιτιατική τον αχινέο τους αχινέους
     κλητική αχινέε αχινέοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αχινέος < αχινός

Ουσιαστικό

αχινέος αρσενικό

  • Πρότυπο:ζωολ άλλη μορφή του αχινός
    Πύργος ὁλοστρόγγυλος, κανόνια φορτωμένος (Ἀχινέος)
    (1871) <<νεοελληνικά ανάλεκτα, περιοδικώς εκδιδόμενα, δημώδη αινίγματα>> στη σελίδα 209, Φιλολογικός σύλλογος Παρνασού

Μεταφράσεις