χήνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αντικατάσταση κλίσ με κλίση...θάλασσα
μ pwb.py αντικατάσταση κλίση θάλασσα με 'σοφία'
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'θάλασσα'}}
{{el-κλίση-'σοφία'}}
[[Αρχείο:CanadaGoose.jpg|thumb|150px|χήνα]]
[[Αρχείο:CanadaGoose.jpg|thumb|150px|χήνα]]
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===

Αναθεώρηση της 16:40, 5 Οκτωβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χήνα οι χήνες
      γενική της χήνας των χηνών
    αιτιατική τη χήνα τις χήνες
     κλητική χήνα χήνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χήνα

Ετυμολογία

χήνα < αρχαία ελληνική χήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰh₂éns (χήνα)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

χήνα θηλυκό (αρσενικό: χήνος)

  1. Πρότυπο:ορνιθολ νηκτικό πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την πάπια, έχει μακρύ λαιμό
  2. (μεταφορικά) εύπιστος άνθρωπος
     συνώνυμα: αφελής, κουτός
  3. (αργκό) (παρωχημένο) το χιλιόδραχμο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις