αλληλεπίδραση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση- |
μ pwb.py αντικατάσταση κλίση λύση με 'δύναμη' |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίση-' |
{{el-κλίση-'δύναμη'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[αλληλο-]] + [[επίδραση]] ({{μτφδ}} ({{fr}}) [[interaction]]) |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[αλληλο-]] + [[επίδραση]] ({{μτφδ}} ({{fr}}) [[interaction]]) |
Αναθεώρηση της 17:57, 5 Οκτωβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλληλεπίδραση | οι | αλληλεπιδράσεις |
γενική | της | αλληλεπίδρασης* | των | αλληλεπιδράσεων |
αιτιατική | την | αλληλεπίδραση | τις | αλληλεπιδράσεις |
κλητική | αλληλεπίδραση | αλληλεπιδράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλεπιδράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αλληλεπίδραση < αλληλο- + επίδραση ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) interaction)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αλληλεπίδραση θηλυκό
- η αμοιβαία επίδραση μεταξύ δύο προσώπων ή συστημάτων
- η αλληλεπίδραση του φαρμάκου με το αλκοόλ μπορεί να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες
Άλλες μορφές
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αλληλεπιδραστικός
- αλληλεπιδρώ
- → δείτε τις λέξεις αλληλο- και επίδραση
Μεταφράσεις
ως καθαρή έννοια
μεταξύ προσώπων κα
|