έκλειψη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση-
μ pwb.py αντικατάσταση κλίση λύση με 'δύναμη'
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==


{{el-κλίση-'λύση'}}
{{el-κλίση-'δύναμη'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|grc|el|ἔκλειψις}} < [[ἐκλείπω]] < [[λείπω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|grc|el|ἔκλειψις}} < [[ἐκλείπω]] < [[λείπω]]

Αναθεώρηση της 05:06, 6 Οκτωβρίου 2020

Δείτε επίσης: έλλειψη

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκλειψη οι εκλείψεις
      γενική της έκλειψης* των εκλείψεων
    αιτιατική την έκλειψη τις εκλείψεις
     κλητική έκλειψη εκλείψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκλείψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έκλειψη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔκλειψις < ἐκλείπω < λείπω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐κλει‐ψη

Ουσιαστικό

έκλειψη θηλυκό

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις