συγκέντρωση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση-
μ pwb.py αντικατάσταση κλίση λύση με 'δύναμη'
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{προσχέδιο}}
{{προσχέδιο}}
{{el-κλίση-'λύση'}}
{{el-κλίση-'δύναμη'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μτγν}} [[συγκέντρωσις]] < [[συγκεντρῶ]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μτγν}} [[συγκέντρωσις]] < [[συγκεντρῶ]]

Αναθεώρηση της 12:22, 6 Οκτωβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκέντρωση οι συγκεντρώσεις
      γενική της συγκέντρωσης* των συγκεντρώσεων
    αιτιατική τη συγκέντρωση τις συγκεντρώσεις
     κλητική συγκέντρωση συγκεντρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκεντρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγκέντρωση < ελληνιστική συγκέντρωσις < συγκεντρῶ

Ουσιαστικό

συγκέντρωση θηλυκό

  1. μάζεμα
    πρώτος σκοπός της Μακντόναλντ ήταν η συγκέντρωση και ψηφιοποίηση όλων των αρχαίων ελληνικών κειμένων
  2. μάζωξη, συνάθροιση πολλών ατόμων ή αντικειμένων σε ένα σημείο
    όταν το κράτος βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις άνω των πέντε ατόμων
  3. κατάσταση στην οποία κάποιος σκέφτεται μόνο για κάτι συγκεκριμένο
  4. Πρότυπο:χημ αναλογία της ποσότητας μιας ουσίας σχετικά με την ποσότητα μιας άλλης ουσίας σε ένα μείγμα ή διάλυμα
    η συγκέντρωση αλάτων στο νερό είναι απαγορευτική για να το πιει κάποιος

Συγγενικά

→ δείτε τη λέξη  συγκεντρώνω

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια