αβάντζο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από dz σε d͡z |
μ pwb.py αντικατάσταση κλίσ- με κλίση-'πεύκο' |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'πεύκο'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{δαν|it|el|avanzo}} (πλεόνασμα ισολογισμού)<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref> |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{δαν|it|el|avanzo}} (πλεόνασμα ισολογισμού)<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref> |
Αναθεώρηση της 21:21, 6 Οκτωβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αβάντζο | τα | αβάντζα |
γενική | του | αβάντζου | των | αβάντζων |
αιτιατική | το | αβάντζο | τα | αβάντζα |
κλητική | αβάντζο | αβάντζα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αβάντζο < (άμεσο δάνειο) ιταλική avanzo (πλεόνασμα ισολογισμού)[1]
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αβάντζο ουδέτερο
- αύξηση πόντων σε τυχερά παιχνίδια, στη φράση
- πάμε αβάντζο;
- πλεονέκτημα στον αντίπαλο
- παραβγήκαμε στο τρέξιμο και νίκησες, αλλά σου είχα δώσει αβάντζο δέκα μέτρα γιατί είσαι μικρότερος
Άλλες μορφές
Εκφράσεις
- δίνω αβάντζο : πλεονέκτημα στον αντίπαλο, για παράδειγμα όταν παίζουμε με ένα πιόνι λιγότερο στο σκάκι
- πάμε αβάντζο; : ερώτηση για παράταση από παίκτη που χάνει είτε ανεβάζοντας το στοίχημα είτε τους πόντους είτε το χρόνο λήξης
Δείτε επίσης
τα παρώνυμα:
Μεταφράσεις
αβάντζο
→ δείτε τη λέξη πλεονέκτημα |
Αναφορές
- ↑ αβάντζο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)