φύτρο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ pwb.py αντικατάσταση κλίσ- με κλίση-'πεύκο' |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'πεύκο'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}} |
Αναθεώρηση της 21:56, 6 Οκτωβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φύτρο | τα | φύτρα |
γενική | του | φύτρου | των | φύτρων |
αιτιατική | το | φύτρο | τα | φύτρα |
κλητική | φύτρο | φύτρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- φύτρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
φύτρο ουδέτερο
- καινούριο τμήμα βλαστού φυτών ή δέντρων
- το μέρος του σπόρου που σχηματίζει το στέλεχος (βλαστό) του φυτού
Μεταφράσεις
φύτρο
|