έμφυτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών John Katopodis (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Svlioras
Ετικέτα: Επαναφορά
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|ἔμφυτος}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}
{{el-κλίση-'όμορφος'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el}} [[ἔμφυτος]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc|el|ἔμφυτος}}<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref>


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
Γραμμή 12: Γραμμή 13:
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
* που υπάρχει στη φύση κάποιου από τη [[γέννηση|γέννησή]] του και δεν έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του ή μετά από αγωγή και μάθηση
* που υπάρχει στη φύση κάποιου από τη [[γέννηση|γέννησή]] του και δεν έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του ή μετά από αγωγή και μάθηση
*: ''έχει '''έμφυτη''' ενεργητικότητα και τόλμη''
*: {{πχ}} ''έχει '''έμφυτη''' ενεργητικότητα και τόλμη''


===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====
Γραμμή 47: Γραμμή 48:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 67: Γραμμή 67:
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


==={{αναφορές}}===
εκ γενετής
<references/>


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 12:18, 9 Οκτωβρίου 2020

Δείτε επίσης: ἔμφυτος

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έμφυτος η έμφυτη το έμφυτο
      γενική του έμφυτου της έμφυτης του έμφυτου
    αιτιατική τον έμφυτο την έμφυτη το έμφυτο
     κλητική έμφυτε έμφυτη έμφυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έμφυτοι οι έμφυτες τα έμφυτα
      γενική των έμφυτων των έμφυτων των έμφυτων
    αιτιατική τους έμφυτους τις έμφυτες τα έμφυτα
     κλητική έμφυτοι έμφυτες έμφυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έμφυτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμφυτος[1]

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Επίθετο

έμφυτος, -η, -ο

  • που υπάρχει στη φύση κάποιου από τη γέννησή του και δεν έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του ή μετά από αγωγή και μάθηση
    έχει έμφυτη ενεργητικότητα και τόλμη

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές