αμύγδαλο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ενημέρωση προτύπων |
|||
Γραμμή 20: | Γραμμή 20: | ||
* [[αμυγδαλοειδής]] |
* [[αμυγδαλοειδής]] |
||
* [[αμυγδαλόλαδο]] |
* [[αμυγδαλόλαδο]] |
||
* [[αμυγδαλόπετρα]] |
|||
* [[αμυγδαλόφλουδα]] |
* [[αμυγδαλόφλουδα]] |
||
* [[αμυγδαλόψιχα]] |
* [[αμυγδαλόψιχα]] |
Αναθεώρηση της 09:37, 2 Νοεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμύγδαλο | τα | αμύγδαλα |
γενική | του | αμύγδαλου & αμυγδάλου |
των | αμύγδαλων & αμυγδάλων |
αιτιατική | το | αμύγδαλο | τα | αμύγδαλα |
κλητική | αμύγδαλο | αμύγδαλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αμύγδαλο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀμύγδαλον
Ουσιαστικό
αμύγδαλο ουδέτερο
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)