χήνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py αντικατάσταση κλίση θάλασσα με 'σοφία'
Γραμμή 78: Γραμμή 78:
* {{pl}} : {{τ|pl|gęś}}
* {{pl}} : {{τ|pl|gęś}}
* {{pt}} : {{τ|pt|ganso}}, {{τ|pt|marreco}}, {{τ|pt|otário}}, {{τ|pt|pateta}}
* {{pt}} : {{τ|pt|ganso}}, {{τ|pt|marreco}}, {{τ|pt|otário}}, {{τ|pt|pateta}}
* {{prv}} : {{τ|prv|auco}}
* {{pro}} : {{τ|pro|auco}}
* {{qu}} : {{τ|qu|wallata|noentry=1}}, {{τ|qu|witi|noentry=1}}
* {{qu}} : {{τ|qu|wallata|noentry=1}}, {{τ|qu|witi|noentry=1}}
* {{rom}} : {{τ|rom|papîn}}
* {{rom}} : {{τ|rom|papîn}}

Αναθεώρηση της 06:48, 24 Νοεμβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χήνα οι χήνες
      γενική της χήνας των χηνών
    αιτιατική τη χήνα τις χήνες
     κλητική χήνα χήνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χήνα

Ετυμολογία

χήνα < αρχαία ελληνική χήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰh₂éns (χήνα)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

χήνα θηλυκό (αρσενικό: χήνος)

  1. Πρότυπο:ορνιθολ νηκτικό πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την πάπια, έχει μακρύ λαιμό
  2. (μεταφορικά) εύπιστος άνθρωπος
     συνώνυμα: αφελής, κουτός
  3. (αργκό) (παρωχημένο) το χιλιόδραχμο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις