πάθος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 131: Γραμμή 131:
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{zu}} : {{τ|zu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{zu}} : {{τ|zu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|ΧΧΧ}} -->
* {{ja}} : {{τ|ja|情熱|tr=jōnetsu}}
<!-- * {{id}} : {{τ|id|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{id}} : {{τ|id|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 07:36, 25 Νοεμβρίου 2020

Δείτε επίσης: παθός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πάθος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάθος

Ουσιαστικό

πάθος ουδέτερο

  1. πολύ ισχυρό συναίσθημα που υπερισχύει της λογικής
    ερωτικό πάθος
  2. μεγάλη αγάπη και ενθουσιασμός για κάτι, ολοκληρωτική αφοσίωση, μεγάλη ενεργητικότητα και αποφασιστικότητα για την επίτευξη κάποιου στόχου
    πάθος για τη ζωγραφική
    ρίχτηκε στον αγώνα με πάθος
  3. το αντικείμενο του πάθους
    η μουσική είναι το πάθος της
  4. πάθημα, κάτι οδυνηρό που σε κάνει να υποφέρεις σωματικά ή ψυχικά
    τα Πάθη του Χριστού
    των παθών μου τον τάραχο
  5. Πρότυπο:γραμμ μεταβολή ενός φθόγγου
    η ανομοίωση των δασέων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πάθη των συμφώνων στην αρχαία ελληνική
  6. (παρωχημένο) (συνήθως στον πληθυντικό) αφροδίσιο νόσημα

Εκφράσεις

  • (τραβάω) τα πάθη του λιναριού / τα πάθη του Χριστού / των παθών μου τον τάραχο: (περνάω) πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, σωματική ή ψυχική

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πάθος < πάσχω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

πάθος

  1. οτιδήποτε, είτε καλό είτε κακό, από το οποίο κάποιος πάσχει
  2. ατύχημα
  3. αρρώστια
  4. διάθεση, κατάσταση
  5. Πρότυπο:φιλοσοφία οι ιδιότητες των πραγμάτων
  6. Πρότυπο:γραμμ η αλλαγή φθόγγου ή κατάληξης