πάθος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 131: | Γραμμή 131: | ||
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{zu}} : {{τ|zu|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{zu}} : {{τ|zu|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{ja}} : {{τ|ja|情熱|tr=jōnetsu}} |
|||
<!-- * {{id}} : {{τ|id|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{id}} : {{τ|id|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 07:36, 25 Νοεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πάθος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάθος
Ουσιαστικό
πάθος ουδέτερο
- πολύ ισχυρό συναίσθημα που υπερισχύει της λογικής
- ερωτικό πάθος
- μεγάλη αγάπη και ενθουσιασμός για κάτι, ολοκληρωτική αφοσίωση, μεγάλη ενεργητικότητα και αποφασιστικότητα για την επίτευξη κάποιου στόχου
- πάθος για τη ζωγραφική
- ρίχτηκε στον αγώνα με πάθος
- το αντικείμενο του πάθους
- η μουσική είναι το πάθος της
- πάθημα, κάτι οδυνηρό που σε κάνει να υποφέρεις σωματικά ή ψυχικά
- τα Πάθη του Χριστού
- των παθών μου τον τάραχο
- Πρότυπο:γραμμ μεταβολή ενός φθόγγου
- η ανομοίωση των δασέων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πάθη των συμφώνων στην αρχαία ελληνική
- (παρωχημένο) (συνήθως στον πληθυντικό) αφροδίσιο νόσημα
Εκφράσεις
- (τραβάω) τα πάθη του λιναριού / τα πάθη του Χριστού / των παθών μου τον τάραχο: (περνάω) πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, σωματική ή ψυχική
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
μεγάλη αγάπη
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πάθος < πάσχω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
πάθος
- οτιδήποτε, είτε καλό είτε κακό, από το οποίο κάποιος πάσχει
- ατύχημα
- αρρώστια
- διάθεση, κατάσταση
- Πρότυπο:φιλοσοφία οι ιδιότητες των πραγμάτων
- Πρότυπο:γραμμ η αλλαγή φθόγγου ή κατάληξης
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)