πυρ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτα: Αναιρέθηκε |
Ετικέτα: Αναιρέθηκε |
||
Γραμμή 41: | Γραμμή 41: | ||
* [[πυροβασία]] |
* [[πυροβασία]] |
||
* [[πυρίβλητος]] |
* [[πυρίβλητος]] |
||
* [[ |
* [[πυρογενής]] |
||
* [[ |
* [[πυρόγονος]] |
||
* [[πυριγόνος]] |
* [[πυριγόνος]] |
||
* [[πυριτοδαποθήκη]] |
* [[πυριτοδαποθήκη]] |
||
Γραμμή 57: | Γραμμή 57: | ||
* [[πυροβόλο]] |
* [[πυροβόλο]] |
||
* [[πυρογραφία]] |
* [[πυρογραφία]] |
||
{{ |
{{(}} |
||
* [[πυρρόθριξ]] |
|||
* [[πυρολατρία]] |
* [[πυρολατρία]] |
||
* [[πυρόλυση]] |
* [[πυρόλυση]] |
||
Γραμμή 77: | Γραμμή 76: | ||
* [[πυροφόρος]] |
* [[πυροφόρος]] |
||
* [[πυρρόχρους]] |
* [[πυρρόχρους]] |
||
{{ |
{{(}} |
||
===={{μορφές}}==== |
===={{μορφές}}==== |
Αναθεώρηση της 15:25, 10 Δεκεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πυρ < αρχαία ελληνική πῦρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
πυρ ουδέτερο
- (λόγιο) φωτιά
- (επιφωνηματικά) εντολή για πυροβολισμό σε μάχη ή σε εκτέλεση - δείτε πιο κάτω
- βολή πυροβόλου όπλου
- ※ Στην κορφή του βουνού ακουστήκαν πριν από λίγο πυκνά πυρά, ησυχία ύστερα απόλυτη. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
- (πληθυντικός) τα πυρά: ομαδόν επίθεση με πυροβόλα όπλα ή και άλλα μέσα
- (πληθυντικός) τα πυρά: (μεταφορικά) ομαδόν επίθεση λεκτική
- Ο πρωθυπουργός δέχτηκε τα πυρά όλης της αντιπολίτευσης
Παράγωγα
- πυρετός
- πυρίαμα
- πυρίδιον
- πύρινος
- πυρίτης
- πυρίτιδα
- πυρίτιο
- πυρρός
- πυρσός
- πυρσωρίς(ναυτ.πλωτός φάρος πάνω σε σχεδία σε άβαθη νερά υφάλων)
- πυρώδης
- πυρωτικός
- πυρώνω
- πυρήνας
- πύραυλος
Σύνθετα
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)