μετεωρίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py replace αντικατάσταση {{Β: με{{Π: |
+ {{λ|-ίζω|grc}} Ετικέτα: Αναιρέθηκε |
||
Γραμμή 73: | Γραμμή 73: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λ|μετέωρος|grc|μετέωρ(ος)}} + {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λ|μετέωρος|grc|μετέωρ(ος)}} + {{λ|-ίζω|grc}} |
||
==={{ρήμα|grc}}=== |
==={{ρήμα|grc}}=== |
Αναθεώρηση της 15:33, 10 Δεκεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μετεωρίζω < αρχαία ελληνική μετεωρίζω[1]
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
μετεωρίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετεωρίζω | μετεώριζα | θα μετεωρίζω | να μετεωρίζω | μετεωρίζοντας | |
β' ενικ. | μετεωρίζεις | μετεώριζες | θα μετεωρίζεις | να μετεωρίζεις | μετεώριζε | |
γ' ενικ. | μετεωρίζει | μετεώριζε | θα μετεωρίζει | να μετεωρίζει | ||
α' πληθ. | μετεωρίζουμε | μετεωρίζαμε | θα μετεωρίζουμε | να μετεωρίζουμε | ||
β' πληθ. | μετεωρίζετε | μετεωρίζατε | θα μετεωρίζετε | να μετεωρίζετε | μετεωρίζετε | |
γ' πληθ. | μετεωρίζουν(ε) | μετεώριζαν μετεωρίζαν(ε) |
θα μετεωρίζουν(ε) | να μετεωρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετεώρισα | θα μετεωρίσω | να μετεωρίσω | μετεωρίσει | ||
β' ενικ. | μετεώρισες | θα μετεωρίσεις | να μετεωρίσεις | μετεώρισε | ||
γ' ενικ. | μετεώρισε | θα μετεωρίσει | να μετεωρίσει | |||
α' πληθ. | μετεωρίσαμε | θα μετεωρίσουμε | να μετεωρίσουμε | |||
β' πληθ. | μετεωρίσατε | θα μετεωρίσετε | να μετεωρίσετε | μετεωρίστε | ||
γ' πληθ. | μετεώρισαν μετεωρίσαν(ε) |
θα μετεωρίσουν(ε) | να μετεωρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μετεωρίσει | είχα μετεωρίσει | θα έχω μετεωρίσει | να έχω μετεωρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μετεωρίσει | είχες μετεωρίσει | θα έχεις μετεωρίσει | να έχεις μετεωρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μετεωρίσει | είχε μετεωρίσει | θα έχει μετεωρίσει | να έχει μετεωρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μετεωρίσει | είχαμε μετεωρίσει | θα έχουμε μετεωρίσει | να έχουμε μετεωρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μετεωρίσει | είχατε μετεωρίσει | θα έχετε μετεωρίσει | να έχετε μετεωρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μετεωρίσει | είχαν μετεωρίσει | θα έχουν μετεωρίσει | να έχουν μετεωρίσει |
|
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μετέωρο
Μεταφράσεις
μετεωρίζω
|
Αναφορές
- ↑ μετεωρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- μετεωρίζω < μετέωρ(ος) + -ίζω
Ρήμα
μετεωρίζω
- θέτω ένα αντικείμενο σε μεγάλο ύψος
- (μεταφορικά) δίνω ψεύτικες ελπίδες
Κλίση
Πρότυπο:grc-κλίσ-Ενσ-ΕΦ-'λαμβάνω'
Δείτε επίσης
- μετεωρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μετεωρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)