θερμοκήπιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) →{{μεταφράσεις}}: +en |
|||
Γραμμή 25: | Γραμμή 25: | ||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|greenhouse}} |
* {{en}} : {{τ|en|greenhouse}}, {{τ|en|hothouse}} |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 22:05, 26 Δεκεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θερμοκήπιο < θερμο- + κήπ(ος) + -ιο < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική serre chaude[1]. (μαρτυρείται από το 1856)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μο‐κή‐πι‐ο
Ουσιαστικό
θερμοκήπιο ουδέτερο
- καλλιεργήσιμη έκταση που προστατεύεται από διαφανή κατασκευή (γυαλί ή πλαστικό), η οποία επιτρέπει την ανάπτυξη θερμοκρασιών υψηλότερων από του εξωτερικού περιβάλλοντος και έτσι την καλλιέργεια φυτών εκτός εποχής
- το περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από συνθήκες ιδιαίτερης προστασίας και φροντίδας, που συντελούν στην ανάπτυξη κάποιου προσώπου ή πράγματος
Συγγενικά
Συνώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
θερμοκήπιο
Αναφορές
- ↑ θερμοκήπιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα θερμο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιο (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)