άβυσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Δξνφνφνφ
Ετικέτες: Αναιρέθηκε Οπτική επεξεργασία Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
μ Ανάκληση των επεξεργασιών που έγιναν από τον 46.12.243.76 (συζήτηση) και επιστροφή στην τελευταία αναθεώρηση που είχε γίνει από τον FocalPointBot
Ετικέτα: Επαναφορά
Γραμμή 40: Γραμμή 40:
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hy}} : {{τ|hy|νηδκδκδμφνψνφμκδκδΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hy}} : {{τ|hy|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ast}} : {{τ|ast|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ast}} : {{τ|ast|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{af}} : {{τ|af|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{af}} : {{τ|af|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 112: Γραμμή 112:
<!-- * {{fy}} : {{τ|fy|XXX}} -->
<!-- * {{fy}} : {{τ|fy|XXX}} -->
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-τέλος}},Χθχννχκδκδνδνμφ
{{μτφ-τέλος}}


==={{αναφορές}}===
==={{αναφορές}}===

Αναθεώρηση της 12:52, 7 Ιανουαρίου 2021

Δείτε επίσης: ἄβυσσος

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άβυσσος οι άβυσσοι
      γενική της αβύσσου των αβύσσων
    αιτιατική την άβυσσο τις αβύσσους
     κλητική άβυσσε
(άβυσσο)
άβυσσοι
Και λαϊκότροπο: η άβυσσο, της άβυσσος.
Επίσης, αρσενικό: ο άβυσσος.
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άβυσσος (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄβυσσος[1] < ἄβυσσος (επίθετο) < ἀ- (ά- στερητικό) + βυσσός (βυθός)
θαλάσσια άβυσσος < λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική abysse ή αγγλική abyss

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐βυ‐σος

Ουσιαστικό

άβυσσος θηλυκό (και λαϊκότροπο η άβυσσο και αρσενικό])

  1. μεγάλο ωκεάνιο βάθος και, ειδικότερα, εκείνο μέχρι του οποίου δεν φθάνει το ηλιακό φως
    • (γενικότερα) μεγάλο και απότομο βάθος σε υδάτινη (λίμνη, ποτάμι) ή γήινη επιφάνεια (φαράγγι, γκρεμός, βάραθρο κ.ο.κ.)
  2. (μεταφορικά) το χάος, ο οποιοσδήποτε -τεραστίου μεγέθους- ανεξερεύνητος χώρος
    η άβυσσος του σύμπαντος
  3. (μεταφορικά) μεγάλη ποσότητα ή μεγάλη διαφορά
    τρώει την άβυσσο
    με αυτόν, μας χωρίζει άβυσσος
  4. (μεταφορικά) το πιο βαθύ σημείο της ψυχής, της καρδιάς
    άβυσσος η ψυχή των ανθρώπων

Συγγενικά

Εκφράσεις

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές